- φουφούλα
- η1. το κάτω μέρος της νησιώτικης θράκας που κρέμεται, η φούσκα, η κόφα.2. η βράκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουφούλα — η, Ν 1. το φουσκωτό κάτω μέρος τής νησιώτικης βράκας 2. συνεκδ. η βράκα 3. κοντό παιδικό ή γυναικείο φουσκωτό ένδυμα που στηρίζεται με ράντες στους ώμους ή με ζώνη στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
φουφουλιαστός — ή, ό, Ν ξασμένος, ξεπουπουλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουφούλα, μέσω αμάρτυρου ρ. *φουφουλιάζω (πρβλ. και αναφουφουλιάζω / διάζω)] … Dictionary of Greek
φούσκα — (I) η, Ν 1. κύστη και, κυρίως, η ουροδόχος κύστη 2. μεγάλη φυσαλλίδα 3. φλύκταινα, φουσκάλα 4. μπαλόνι 5. το κάτω μέρος της βράκας, η φουφούλα 6. βοτ. κοινή ονομασία τού είδους φυλλοβόλων θάμνων Colutea arborescens τού γένους κολουτέα, που απαντά … Dictionary of Greek